περιαίρουσα

περιαίρουσα
περϊαίρουσα , περί-αἴρω
attach
pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περιαιροῦσα — περιαιρέω take away something that surrounds pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) περϊαιροῦσα , περιαιρέω take away something that surrounds pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιαιρώ — έω, ΜΑ [αιρώ] 1. αφαιρώ κάτι που περιβάλλει κάτι άλλο, βγάζω το εξωτερικό περίβλημα («δέρματα σωμάτων περιαιροῡσα», Πλάτ.) 2. (γενικά) αφαιρώ, αποσπώ («τὰς ἀγκύρας περιελόντες εἴων εἰς τὴν θάλασσαν», ΚΔ) αρχ. 1. (σχετικά με τείχη) κατεδαφίζω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”